χειραγωγία

χειραγωγία
χειρᾰγωγ-ία, , = foreg., BGU1768.11 (i B.C.), Longus 4.12, Sch.E.Or.883, Suid.: metaph., πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως in order to
A induce mixture, Max.Tyr.15.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειραγωγία — χειραγωγίᾱ , χειραγωγία induce fem nom/voc/acc dual χειραγωγίᾱ , χειραγωγία induce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραγωγίᾳ — χειραγωγίᾱͅ , χειραγωγία induce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραγωγία — η, ΝΜΑ [χειραγωγός] χειραγώγηση, καθοδήγηση μσν. σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῡσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.) μσν. αρχ. αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῡ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ. β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • χειραγωγίας — χειραγωγίᾱς , χειραγωγία induce fem acc pl χειραγωγίᾱς , χειραγωγία induce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραγωγίαν — χειραγωγίᾱν , χειραγωγία induce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραγωγίαις — χειραγωγία induce fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Bezeichnungen für die Griechen — Seit dem 8. Jh. v. Chr. entstanden in Magna Graecia zahlreiche griechische Städte. Durch den Kontakt der Italiker mit diesen Siedlern, vermutlich Hellenen aus Graea, den Graeci, etablierte sich im Westen die Bezeichnung Griechen. Die… …   Deutsch Wikipedia

  • руковождение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (χειραγωγία) руководство, наставление (С. 13 к. 3 п. 3) …   Словарь церковнославянского языка

  • χειραγώγημα — τὸ, Α [χειραγωγῶ] χειραγωγία, βοήθεια, συμπαράσταση …   Dictionary of Greek

  • Πύρρος, Διονύσιος — (Καστανιά, Θεσσαλία 1777 – Αθήνα 1853). Ιατροφιλόσοφος, δάσκαλος και συγγραφέας. Φιλομαθής και αποδημητική φύση, σπούδαζε και δίδασκε μετακινούμενος συνεχώς από τόπο σε τόπο, σχεδόν μέχρι τα σαράντα του χρόνια: καλόγερος αρχικά στα Μετέωρα,… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՋՆՈՐԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0291 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ἠγεμονία, χειραγωγία, προοδοποιεῖν conductio, manuductio, viam parare եւն. Առաջնորդելն, եւ իլն. ուղղելն, հորդելն զճանապարհ, յառաջ վարումն. իբր ձեռամբացի տանելն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”